Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δι' ἡμέρης

См. также в других словарях:

  • ἡμέρης — ἥμερος tame fem gen sg (epic ionic) ἡμέρα day fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • AEQUINOCTIA ambo — Cynocephali sedentis hieroglyphicô indigitari consuevêre, apud Aegyptios: Ea enim huius animalis natura est, ur per aequinoctia duodecies in die urinam reddat, aequali semper inter duodenas vices observatô spatiô; quod similiter facit in duabus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άργεμο — το (Α ἄργεμον) 1. άργεμα (Ι)* 2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ ένα ουδ. *άργος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • αγριολυθιάζω — [αγριόλυθο] κρεμώ άγρια σύκα, ορνιούς, στα κλαδιά ήμερης συκιάς για να βοηθήσω τη γονιμοποίησή της, ορνιάζω …   Dictionary of Greek

  • αγριοσυκίζω — [αγριόσυκο] κρεμώ άγρια σύκα (ορνιούς) στα κλαδιά τής ήμερης συκιάς, για να διατηρηθεί ο καρπός της και να μην πέσει πριν ωριμάσει …   Dictionary of Greek

  • αγριοσυκιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων. * * * η ή ερινεός (Ficus carica ποικιλία sylvestris) Βοτ. δένδρο φυλλοβόλο που θεωρείται πρόγονος της… …   Dictionary of Greek

  • αγριοσύκισμα — το [αγριοσυκίζω] το να κρεμά κανείς αγριόσυκα από τα κλαδιά τής ήμερης συκιάς, για να υποβοηθήσουν την ωρίμανση τού καρπού της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»